Από αθλητικής άποψης είναι απαραίτητο ένα πολύ καλό επίπεδο δύναμης, ειδικά στα κάτω άκρα όπου αναπτύσσονται συνολικά μεγάλες ροπές, δεδομένου των συνεχόμενων ‘’αλμάτων προς τα κάτω’’ που προκαλούν έκκεντρες μυϊκές συσπάσεις. Επιπρόσθετα ο κορμός πρέπει να έχει μια πολύ καλή ικανότητα ισορρόπησης των φυγόκεντρων δυνάμεων  (πλαγίων και συστροφών) και των κάθετων έλξεων.


Η ζώνη των ώμων και του βραχίονα, καθώς και τα άνω άκρα  παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην σταθεροποίηση του σώματος. Η καρδιοαναπνευστική επιβάρυνση παραμένει υψηλή - παρότι πολλοί πιστεύουν το αντίθετο - όπως αποδεικνύεται από αντίστοιχα στοιχεία που έχουν μετρηθεί με παλμογράφους σε  αγώνες βουνού,  skyrunning ή αγώνες trail  όπου η καρδιακή συχνότητα είναι σταθερά πάνω από το αναερόβιο κατώφλι. Ακόμα και σε αγώνες trail μεγάλης διάρκειας που καλύπτονται σε πιο αργούς ρυθμούς, την κατηφόρα ο αθλητής συνήθως  την τρέχει σε υψηλούς ρυθμούς.

 
Βασικό ρόλο παίζουν σύνθετες ικανότητες νευρολογικής φύσεως,  που συμπεριλαμβάνουν την ιδιοδεκτικότητα (proprioception),  την αίσθηση του πατήματος καθώς και την ικανότητα και το κουράγιο να βουτήξει ο αθλητής στην κατηφόρα. Αυτό το τελευταίο είναι μια ιδιότητα που συνδέεται με την ψυχολογική κατάσταση του αθλητή καθώς και τον χαρακτήρα του.  


Πρέπει να γίνει επίσης κατανοητό ότι ακόμη και τα χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με τα φυσικά και ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά  του κάθε αθλητή, και που συνδέονται με ένα  σύνθετο σύστημα που αποτελείται από μοχλούς, αποτελούν σημαντικό παράγοντα που προσδιορίζει  την απόδοση στα κατηφορικά κομμάτια της διαδρομής. Σαν παράδειγμα αναφέρω ότι το χαμηλό κέντρο βάρους βοηθάει σημαντικά στην διατήρηση της ισορροπίας στην κατηφόρα, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν αλλαγές πορείας.


Ένα άλλο βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την ικανότητα απόδοσης στην κατηφόρα είναι η ικανότητα όρασης. Η οπτική οξύτητα είναι η ικανότητα της όρασης και ακόμα και σε περίπτωση κάποιας πάθησης (μυωπία, υπερμετρωπία…) μπορεί  να διορθωθεί με φακούς επαφής ή με γυαλιά και για αυτό δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την άσκηση αυτής της μορφής αθλητικής δραστηριότητας.


Ο Γάλλος νευροφυσιολόγος Bourdiol έχει ασχοληθεί εκτενώς με την ορθοσωμία και την οπτική ικανότητα. Είναι γνωστό ότι και τα δυο μάτια δεν κάνουν την ίδια λειτουργία. Στην πραγματικότητα,  στο μάτι που λέμε ότι είναι για να φυλάμε επικρατεί η ικανότητα της λεγόμενης περιφερειακής όρασης και εμπλέκεται  περισσότερο στις  μη ορθολογιστικές λειτουργίες που θέτουν την οπτική ικανότητα στην κατάσταση να ορίζει στο σώμα τις κινήσεις του.


Στην πραγματικότητα όταν κατεβαίνουμε γρήγορα μέσα σε ένα δάσος ή σε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι το βλέμμα μας δεν θα είναι ποτέ καρφωμένο στο σημείο που βάζουμε το πόδι μας αλλά θα κοιτάξει μερικά μέτρα μπροστά, θα προηγείται. Το σημείο στο οποίο τοποθετούμε το πόδι μας έχει ήδη ‘’ειδωθεί και ακουστεί’’ από το νευροφυσιολογικό σύστημα της ιδιοδεκτικότητας του ίδιου του ποδιού, που μεταδίδει μια σειρά από πληροφορίες στο υπόλοιπο σώμα για να προσαρμοστεί στις ανωμαλίες του εδάφους.  Αυτές οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατηφορίζοντας (μάτι-σώμα) και ανηφορίζοντας (πόδι-σώμα) αποτελούνται από σύνθετα και ταχύτατα  νευροκινητικά αντανακλαστικά που κανονικά λαμβάνουν χώρα και στην καθημερινή μας ζωή αλλά σε μια κατηφόρα ενός αγώνα ορεινού τρεξίματος είναι επαυξημένα σε πολλαπλάσιο βαθμό!


Αυτές οι τελευταίες ικανότητες είναι  δύσκολο να αναπτυχθούν προπονητικά, ειδικά στους ενήλικες, και είναι μέρος του γενετικού υλικού του κάθε ανθρώπου.


Η κατηφόρα όπως και η ανηφόρα μπορεί να αξιολογηθεί σε σχέση με τρία βασικά της στοιχεία: την υψομετρική διαφορά το βάθος  και το μήκος της. Για το βάθος ισχύει το ίδιο που έχουμε αναφέρει και για την ανηφόρα με την μόνη διαφορά ότι αλλάζοντας την παράμετρο ταχύτητα γίνεται πολύ πιο έντονο - πιο εξαγριωμένο θα λέγαμε!

 

Το προφίλ μιας κατηφόρας - η καλύτερα η κλίση της - είναι το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον τρόπο που αντιμετωπίζεται από τον αθλητή: Τρέχοντας ο αθλητής προωθητικά χωρίς να κοντράρει με την φτέρνα στην κατηφόρα χρησιμοποιεί τον πιο γρήγορο και παραγωγικό τρόπο,  και από  άποψη φυσικής τον λιγότερο δαπανηρό (δηλαδή με το λιγότερο κόστος) από την στιγμή που το πόδι ακουμπάει και απογειώνεται σπρώχνοντας πάνω στο έδαφος με μικρό χρόνο επαφής, αποφεύγοντας έτσι να “κάθεται” με δύναμη στο έδαφος.


Είναι προφανές ότι όσο αυξάνεται η κλίση του εδάφους τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες κάποιας πτώσης η τυχόν διαστρέμματος. Θα είναι δηλαδή απαραίτητο σε μερικά κομμάτια να κάνουμε πιο κοφτό το βήμα χρησιμοποιώντας ακόμα και πλάγια βήματα  για να κόψουμε  την ταχύτητα που κινούμαστε. Αυτό που πρέπει σε κάθε περίπτωση να θυμόμαστε είναι ότι μια κατηφόρα που την κατεβαίνουμε ‘’φρεναριστά’’ είναι πάρα πολύ κουραστική κυρίως λόγω των έκκεντρων συσπάσεων που σε μεγάλο βαθμό επιβαρύνουν τους μύες του τετρακέφαλου και  των εμπρόσθιων μηριαίων.


Το μήκος της κατηφόρας σε κάποιο βαθμό καθορίζει την ταχύτητα που θα την τρέξει ο αθλητής γιατί είναι προφανές  πως τρέχοντας ‘’λυμένος ‘’ μπορεί να τρέξει μεγάλες υψομετρικές διαφορές χωρίς μυϊκές ενοχλήσεις και ενοχλήσεις στις αρθρώσεις που σε αντίθετη περίπτωση είναι πιθανόν να έχει με την αύξηση της ταχύτητας.


Το τρέξιμο λοιπόν στην κατηφόρα αποτελεί ίσως τον πιο πολύπλοκο δρομικό μηχανισμό, αφού δεν εξαρτάται μόνο από τα χαρακτηριστικά δύναμης, ταχύτητας και αντοχής του αθλητή αλλά και από άλλες κρίσιμες παραμέτρους που έχουν να κάνουν με το νευρικό σύστημα, την οπτική οξύτητα, την σωματική δομή καθώς και τον χαρακτήρα του.